Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Τα τρένα τις νύχτες.

Από μικρό παιδί που ήταν, έβλεπε στον ύπνο του τρένα που ταξίδευαν πάντα νύχτα. Τα έβλεπε να κυλούν πάνω σε ράγες που αυλάκωναν τους χάρτες, με τις ευθείες τους, τις καμπύλες τους, τις κυρτότητές τους.
Να διασχίζουν πόλεις και χωριά, δάση, απόκρημνες πλαγιές, πεδιάδες με ηλιοτρόπια. Άλλοτε να περνούν γέφυρες και άλλοτε σκοτεινά τούνελ.
Να σφυρίζουν αδιάκοπα στους σταθμούς σαν έφθαναν, ν’ αφήνουν και να παίρνουν επιβάτες.


Τα όνειρα αυτά τα έβλεπε συχνά σε διάφορες παραλλαγές, τουλάχιστον δυο τρεις φορές τον χρόνο. Γενικά, ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Εκτός απ΄τα όνειρά του που ήταν ασυνήθιστα. Στην πραγματικότητα δεν είχε μπει ποτέ του σε τρένο και οι εικόνες που ονειρευόταν, ήταν απ΄όσα είχε δει σε φωτογραφίες και φιλμ. Γενικά, ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Με τη δουλειά του, το σπίτι του, τη μοναξιά του.

Καθώς μεγάλωνε η ηλικία του, τα όνειρά του γίνονταν ακόμη πιο περίεργα. Μια νύχτα είδε ένα τρένο ακυβέρνητο με φώτα σβησμένα που ενώ κυλούσε πάνω στις ράγες, εκτελούσε μια αλλοπρόσαλλη πορεία σα να άλλαζαν συνεχώς θέση οι ράγες. Δε σταματούσε καθόλου στους σταθμούς αλλά εξακολουθούσε μια ταχύτατη τρομαχτική διαδρομή. Στο εσωτερικό του, στα καθίσματα, αντί για κόσμο είχε σκορπισμένα ηλιοτρόπια. Τα οποία, ενώ στην αρχή είχαν κανονικό μέγεθος, μετά άρχισαν να μεγεθύνονται τόσο που δε χωρούσαν πια στο τρένο και ξεχείλιζαν απ΄τα παράθυρα και σκορπούσαν στη διαδρομή. Και έτσι, όπως τα φώτιζε το φεγγαρόφωτο μες τη νύχτα, έμοιαζαν σαν αστέρια που σκόρπισαν στη γη.

Άλλοτε το τρένο που έβλεπε στον ύπνο του είχε έναν μόνο ταξιδιώτη ντυμένο στα μαύρα που φορούσε ένα φαρδύ μαύρο καπέλο και σκυφτός καθώς ήταν, δε φαινόταν καθόλου το πρόσωπό του. Το τρένο σταματούσε στους σταθμούς αλλά κανείς δεν ανέβαινε και έτσι ο επιβάτης του ταξίδευε πάντα μόνος. Είχε τα χέρια του κρυμμένα στις τσέπες σφιχτά δεμένα σε ματωμένα μαντήλια. Για μια στιγμή μόνο ανασήκωσε το κεφάλι να δει την πανσέληνο και τότε φάνηκε πως στη θέση του προσώπου του είχε ένα θλιμμένο ηλιοτρόπιο. Το τρένο συνέχισε την πορεία του κι εκείνος έσκυψε πάλι το κεφάλι του προς τα κάτω και έμεινε να κοιτάζει τα τρύπια του παπούτσια που τον έκαναν να ντρέπεται.

Από μικρό παιδί φαινόταν ότι θα γίνει ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Με τη δουλειά του, το σπιτάκι του, τη μοναξιά του. Για τα όνειρα με τα τρένα δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θα τον έπαιρναν για τρελό. Κι όμως, όσο μεγάλωνε η ηλικία του, τόσο πιο πολύ τον τρόμαζαν.

Γιατί τις νύχτες στον ύπνο του τα τρένα δε διέσχιζαν πια τα τοπία αλλά πετούσαν πάνω απ΄αυτά κι οι ταξιδιώτες αφήνονταν να πέσουν στους σταθμούς από ψηλά. Κι εκείνοι αντί να πέσουν κατακόρυφα λόγω βάρους, στροβιλίζονταν σαν πούπουλα, ώσπου προσγειώνονταν ομαλά στη γη στα δυο τους πόδια. Κι οι βαλίτσες τους άνοιγαν και από μέσα ξεπετάγονταν ηλιοτρόπια που τα πέταλά τους έτρεμαν στον αέρα καθώς έπεφταν. Οι βαλίτσες όμως ισορροπούσαν στον ουρανό σα χαρταετοί και δεν έπεφταν, αν οι ιδιοκτήτες τους δεν τραβούσαν τις αόρατες κλωστές που τις κρατούσαν, για να τις κατεβάσουν στο έδαφος. Κι οι επιβάτες που ήθελαν ν’ ανέβουν στο τρένο, είχαν ανακαλύψει πως, αν κουνούσαν τα χέρια τους σα να ήταν φτερά, μπορούσαν και πετούσαν.

Συχνά ξυπνούσε ιδρωμένος μες τη νύχτα κι έκλαιγε. Γενικά, ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Με τη δουλειά του, το σπιτάκι του, τη μοναξιά του. Μόνο που στις τσέπες του είχε κρυμμένα μαραμένα ηλιοτρόπια που μάτωναν τα χέρια του και τα παπούτσια του τα τρύπαγαν τρένα που περιδιάβαιναν τις νύχτες στα όνειρα του.

 Μαίρη Μαργαρίτη

Πηγή: tovivlio.net