Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Τα τρένα που έφυγαν



















Τρένα θα έχετε δει σίγουρα πολλά. Τρένα που μεταφέρουν εμπορεύματα, επιβάτες, ανθρώπους δηλαδή και πράγματα που έχουν έναν προορισμό. Τρένα που έχουν γίνει ποιήματα, στίχοι και τραγούδια, τρένα που για άλλους φεύγουν και για άλλους έρχονται…

Κάπως έτσι μπορείτε να φανταστείτε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό, νοητό… Εκεί υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων, ας τους βαφτίσω «οι μόνιμοι κάτοικοι της αποβάθρας». Είναι αυτοί που μονίμως βλέπουν τα τρένα να περνούν, να φεύγουν… Και σε κάθε ένα που αναχωρεί, να επιβιβάζεται και ένα κομμάτι της ψυχής τους…
Μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει αυτά τα άτομα μέσα στο πλήθος. Περπατούν πάντοτε σκυφτά, είναι κατά πλειοψηφία χαμένοι στις σκέψεις τους, άρα και πολύ αφηρημένοι. Απαισιόδοξοι λόγω των γεγονότων που τους συνέβησαν, μα αισιόδοξοι όσον αφορά θέματα του κοινωνικού συνόλου. Τις περισσότερες φορές θα τους δείτε να έχουν κάτι μούτρα «μέχρι το πάτωμα», κι εκεί ίσως νομίσετε πως είναι ξινοί, αγέλαστοι και μονόχνοτοι άνθρωποι, αλλά απλά είναι έτσι γιατί είναι χτυπημένοι από τη χειρότερη ασθένεια: την απουσία όσων έχουν αγαπήσει. Γελούν και αστειεύονται μόνο όταν είναι με καλούς φίλους, μα την ψυχή τους ροκανίζει μόνο ένα όνομα, ένα ιδανικό: το πρόσωπο που είδαν να φεύγει… Και πιστέψτε με, πονάει πολύ αυτό…
Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι της αποβάθρας. Της μουντής αυτής αποβάθρας που ονομάζεται «αποθήκη ψυχών που ΄μείναν πίσω»… Αυτών που στερούνται τα πάντα, που ζουν μόνο με τη ζητιανιά, ψάχνοντας για ένα τσιγάρο, ένα ποτήρι νερό, και κυρίως, για λίγη αληθινή αγάπη. Αυτό δηλαδή το είδος αγάπης που ποτέ τους δε γεύτηκαν…Η θερμοκρασία σ’ αυτόν τον τρισάθλιο και καταραμένο τόπο είναι πάντα χαμηλή, ανεξαρτήρως εποχής και καιρικών συνθηκών.
Το κρύο προκαλείται από την παγωμάρα των ψυχών. Αυτών των ψυχών, που αν και ξέρουν να αγαπούν, δεν έχουν μάθει να αγαπιούνται. Και ίσως να μη μάθουν ποτέ…
‘Ετσι, ο καιρός στην αποβάθρα αυτή περνάει, και μαζί με αυτόν και τα τρένα. Τρένα ζεστά, γεμάτα με χαρές και χαμόγελα. Τρένα που οδηγούν στην ευτυχία, και που πάντα όμως παίρνουν κάποιον μαζί τους. Κι αυτός ο «κάποιος»  πάντα αφήνει και μία ψυχή πίσω του, αυτή που πονάει, και θα ΄ναι ο νέος κάτοικος της αποβάθρας… Κι αν η ψυχή αυτή τολμήσει και τρέξει προς το τρένο, και προσπαθήσει να γραπωθεί από το βαγόνι, τότε ο ελεγκτής που βρίσκεται μέσα, θα της φωνάξει αυστηρά και χαιρέκακα «Πλήρες! Εσύ περιττεύεις», και θα δώσει το σήμα για αναχώρηση… Και αν η τόλμη της ψυχής αυτής ξεπεράσει τα όρια, κάνοντάς την να καταφέρει να γραπωθεί γερά από το βαγόνι ενώ έχει ήδη ξεκινήσει, τότε το μόνο σίγουρο είναι πως θα τσακιστεί από αυτό κάπου στη διαδρομή… Κι έτσι, να μείνει για πάντα ένα νεκρό κουφάρι που κείτεται πάνω στις γραμμές…
Κι αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο… Και ο σταθμός να αποτελεί την προσωπική κόλαση αυτού που θα παραμείνει καταδικασμένος να βλέπει τα τρένα να φεύγουν, αυτού που επιβιώνει μόνο με τις αναμνήσεις περασμένων εποχών, οι οποίες δε θα επιστρέψουν ποτέ… Αυτού που θα σιγοτραγουδάει τους στίχους  των Βαγγέλη Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου, που τόσο όμορφα μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, ώστε να αντέξει μέχρι να έρθει και το δικό του τέλος, σίγουρα πάνω στην αποβάθρα, βλέποντας ακόμη ένα τρένο να φεύγει…
«Τα τρένα που φύγαν
αγάπες μού πήρανε…»

Σύνταξη κειμένου: Γρηγόρης Καραγιαννίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα

Πηγή: maxmag.gr