Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Φωτογραφίζοντας το αίνιγμα.




Ανοίγεις το βιβλίο και διαπιστώνεις ότι ψάχνεις με το βλέμμα να αναγνωρίσεις ένα δρόμο γνωστό, ένα πρόσωπο που κάτι να σου θυμίζει, ένα οδόσημο με κάποιο νόημα για σένα. Και, αναπάντεχα, το βρίσκεις.

Ακόμη κι αν δεν έζησες εκείνη την εποχή, ή μάλλον ακόμη κι αν κυκλοφόρησες στην Αθήνα κρατώντας απ’ το χέρι τη μητέρα σου, έκθαμβη από το θαύμα της μεγάλης πόλης που ξετυλιγόταν όλο υποσχέσεις πέρα από τη γειτονιά σου, μαγεμένη από τις πινακίδες, από την κίνηση, από τα πρόσωπα. Και κυρίως από τα τρένα.

Α, αυτά τα τρένα! Δεν πρόλαβα τα πιο παλιά βαγόνια του ΗΣΑΠ, εκείνα με την ξύλινη επένδυση και τα ψάθινα καθίσματα, θυμάμαι όμως το μπλε σκούρο δέρμα όσων ήρθαν να τα αντικαταστήσουν, την καμπυλωτή σταχτοθήκη κάτω από το παράθυρο, τις μεταλλικές χειρολαβές στις ράχες των καθισμάτων, τις λιγοστές, συχνά αστείες διαφημίσεις στο τζάμι των διαχωριστικών.

Θυμάμαι τη γοητεία μιας διαδρομής που μου φαινόταν ταξίδι μακρινό (Βικτώρια-Πειραιάς) με ενδιάμεσο σταθμό την Ομόνοια με τα πορτοκαλί πλακάκια της και τον τυφλό ακορντεονίστα στη μέση του υπογείου να τραγουδάει βροντωδώς κάτι του Καζαντζίδη. Αλλά κυρίως θυμάμαι με πόση λαιμαργία περίμενα τα νέα πρόσωπα κάθε που σταματούσε ο συρμός σε νέο σταθμό, πόσο με συνάρπαζαν οι νέες αφίξεις, η αέναη κίνηση ενός πλήθους που κατευθυνόταν προς αινιγματικούς προορισμούς, οι μυστικές ζωές που πάλλονταν γύρω μου. Ενα ρίγος παλιό, παιδικό, ξεχασμένο, που ξαναζωντάνεψε με μια αίσθηση επείγοντος όσο ξεφύλλιζα το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πίττα.

Τι είναι αυτό που αναδύεται, λοιπόν, από τις φωτογραφίες του Πίττα και μας παρασύρει σαν κύμα σε ένα παρελθόν που χάθηκε πια; Δεν είναι νοσταλγία – όχι τουλάχιστον για μένα. Είναι η αίσθηση της διάρκειας, παρά τις αλλαγές (που για πολλούς μπορεί να μοιάζουν έως και κοσμοϊστορικές). Ενα στοιχείο αδιευκρίνιστο μα αενάως παρόν, που εγγράφεται στα βλέμματα, δραπετεύει από τον χρόνο και μιλά για όσα, εν τέλει, μας συνθέτουν.

Εκείνα τα πρόσωπα, που παγιδεύτηκαν στο φιλμ του Πίττα χωρίς να το γνωρίζουν, είναι σαν να προσέφεραν στον φωτογράφο τους όχι την εικόνα τους μα κάτι άλλο βαθύτερο. Δεν είναι η ταυτότητά τους που ανακαλείται εδώ, αλλά η σπάνια έκφραση μιας ιδιωτικής στιγμής, όταν ρεμβάζουν από ένα παράθυρο, όταν με μάτια απλανή αφήνονται στις σκέψεις τους, όταν γελούν, όταν βυθίζονται στη μοναξιά ή και την αγωνία τους.

Σκέφτομαι, ας πούμε, εκείνον τον μεσήλικο, κοστουμαρισμένο άνδρα με την καλή του γραβάτα (τη φαντάζομαι ασημογάλαζη, να σβήνει η μια απόχρωση μέσα στην άλλη, ήταν της μόδας τότε εκείνες οι γραβάτες) να ξεκορμίζει από τον κόσμο που παρακολουθεί μια παρέλαση, κρατώντας αγκαλιά ένα γατάκι. Φέρνω ξανά στον νου εκείνο το πυρετικό του βλέμμα, που τόσο επιτυχημένα συνέλαβε ο νεαρός, τότε, φωτογράφος, κι αναρωτιέμαι: Τι κοιτάζει;

Υπάρχει στ’ αλήθεια η υποψία χαμόγελου που διακρίνω, ή μήπως είναι τα χείλη του σφιγμένα, κι αυτός, πλημμυρισμένος απ’ τη μοναξιά του, κρατάει απελπισμένα το γατί, σαν μόνη του άγκυρα στον κόσμο; Και τείνω προς αυτό, το τελευταίο. Οταν μάλιστα προσέχω, σχεδόν αντικριστά μ’ εκείνον αν και σε δεύτερο πλάνο, ένα παιδί ευτυχισμένο, που σαν να ατενίζει χαμογελαστό μια υπόσχεση μέλλοντος.

Αυτό, λοιπόν, είναι που αναδύεται από τις φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Πίττα: το αίνιγμα. Μια πόλη που ψιθυρίζει μυστικά. Μια ομορφιά που δεν βολεύεται στους στενούς ορισμούς της. Και οι υποβλητικές, συγκινητικές, μαυρόασπρες φωτογραφίες του, κυρίως γυναικών, αλλά όχι μόνο, κυρίως ανωνύμων, αλλά όχι μόνο, φέρνουν στον νου τα λόγια του Προυστ:

Η ομορφιά δεν είναι σαν ένας υπερθετικός βαθμός αυτού που φανταζόμαστε, σαν ένας αφηρημένος τύπος που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, αλλά αντίθετα ένας καινούργιος τύπος που μας παρουσιάζει η πραγματικότητα και τον οποίο είναι αδύνατον να φανταστούμε.

Συντάκτης: Αννα Στασινού
Πηγή: efsyn.gr