Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Ονειρεύονταν το μεγάλο ταξίδι με τρένο για την Πόλη.

Ηθελε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι με τρένο. Το σκεφτόταν πολύ καιρό. Να ξεκινήσει από το Παρίσι, για παράδειγμα, και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Με την ευρωπαϊκή φύση να αλλάζει σταδιακά και να γίνεται ανατολική, οι πόλεις και τα χωριά να αλλάζουν τα χρώματα και τις συνήθειές τους, οι οσμές να γίνονται πιο ράθυμες, πιο μυρωδάτες.

Να διασχίσει την Ευρώπη χωρίς να την πατήσει και από την καρδιά της Δύσης να βρεθεί στην αγκαλιά της Ανατολής.

Αλήθεια, το Οριάν Εξπρές εξακολουθεί να κάνει εκείνο το μυθικό ταξίδι που πρωτοξεκίνησε το 1833; αναρωτιόταν. Αυτό το τρένο που είχε δει σε τόσες ταινίες, μυστηρίου, κομεντί και άλλες, συνέχιζε να ενώνει αυτούς τους δύο κόσμους, που τόσο διέφεραν αλλά και τόσο έμοιαζαν;
Να μπορούσε να κοιμηθεί δυο βράδια στα μυθικά αυτά βαγκόν-λι, να νανουριστεί με το βραχνό τουκ-τουκ, τουκ-τουκ του τρένου, να ξεκουράσει τα μάτια της στις ξύλινες επενδύσεις και να απλώσει τα πόδια της στα άνετα καθίσματα.
Κι ύστερα να φτάσει στη μυρωδάτη και πολυπολιτισμική Πόλη. Να βγει στο Σιρκετζί Γκαρού, πλάι στη θάλασσα, εκεί στο Κέρας του Βοσπόρου, και να απολαύσει το υπέροχο κιτρινωπό φως, σαν περασμένο από τη σέπια μερακλή φωτογράφου.

Κι ύστερα να βυθιστεί στις ομορφιές της πόλης, στα παζάρια με τα πολύτιμα μπαχαρικά και τα χρωματιστά μαντίλια, τα μεταξωτά χαλιά και τα παλαιοπωλεία. Μικρά και μεγαλύτερα διακοσμητικά, μικροέπιπλα, αγαλματάκια, σκουριασμένοι καθρέφτες και φωτιστικά με κρύσταλλα βιτρό, που ποτέ δεν θα αγόραζε, αλλά τόσο της άρεσε να παρατηρεί: η μαστοριά του καλλιτέχνη να κάνει ένα χρηστικό αντικείμενο να μοιάζει με θησαυρό.

Της άρεσαν οι φωνές των πωλητών και να παρατηρεί το παζάρεμα στις αγορές. Τα γυάλινα κοντά ποτηράκια με ζεστό τσάι μήλο, τρατάρισμα στον πελάτη, ψωνίσει-δεν ψωνίσει.

Κι ύστερα, μετά τη βόλτα στους σκεπασμένους δαιδαλώδεις διαδρόμους, η έξοδος στο φως και η αναζωογονητική μυρωδιά του φρεσκοκαβουρντισμένου καφέ.

Ουρές έκαναν οι πελάτες, ντόπιοι και ξένοι, για να τον αγοράσουν. Το χρώμα του σκούρο, το άρωμα βαρύ, για όσους ξέρουν από πραγματικά καλό καφέ.

Θα αγόραζε μισό κιλό, για όσο φτάσει, πλάι στη γλυκιά πάπρικα και τα σακουλάκια μαύρο, κόκκινο και λευκό πιπέρι. Αλλά και χύμα τσάι τριαντάφυλλο και κουρκουμά.

Ονειρευόταν να περπατήσει πλάι στον Βόσπορο, εκεί ανάμεσα στο Ντολμαμπαχτσέ και το Σιραγάν, και να ’ναι άνοιξη. Να βρεθεί στο Ταξίμ και να πάρει το κόκκινο τραμ ώς το τέλος της Ιστικλάλ Τσαντεσί.

Εκεί, στο Μουσείο Ισλαμικής Ιστορίας να παρακολουθήσει τις μεθυσμένες περιστροφές των δερβίσηδων, την έκστασή τους ενώ ενώνονται με το θείο.

«Το ξέρεις ότι το τρένο δεν φτάνει πια στην Κωνσταντινούπολη; Το Οριάν Εξπρές φτάνει πια μόνο στη Βενετία» της είπε κάποιος που όλα τα ήξερε. «Ασε που το ταξίδι είναι πανάκριβο. Ούτε με την καλύτερη προσφορά δεν θα μπορούσαμε οι περισσότεροι να το κάνουμε…».

«Και πού να πηγαίνεις τώρα στην Τουρκία, δεν βλέπεις τι γίνεται;» συμπλήρωσε με περισπούδαστο ύφος. «Επικίνδυνοι καιροί».

Θυμάται να τον κοιτάζει με βλέμμα που σκοτώνει. «Γιατί δεν μ’ αφήνεις να ονειρευτώ» ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά δεν μπήκε καν στον κόπο. Τι να πεις σ’ αυτούς που πάντα προσπαθούν να σε προσγειώνουν στην πεζή πραγματικότητα, όταν όλα όσα θέλεις είναι ένα ταξίδι, έστω στο όνειρο. Που όλα τα μετρούν με κέρματα και προσφορές και κουπόνια και κάθε τι όμορφο το βάζουν στο ζύγι: μισή οκά και δέκα δράμια.

«Ακόμη κι αν μπορούσα να πάω, μαζί μου δεν θα σε έπαιρνα», του είχε πει πριν βάλει τα ακουστικά στα αυτιά. Ο Φρανκ Σινάτρα μόλις ξεκινούσε να τραγουδάει «I’m a fool to want you, / such a fool to hold you…»* με μια μεγάλη ορχήστρα πίσω να χάνεται.

Αυτός έφταιγε για όλα. Και η βελούδινη φωνή του που όλα τα ντύνει με χρώματα ρετρό.


Συντάκτης: Αρχοντία Κάτσουρα
Πηγή: efsyn.gr