Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Μετανάστες. Πως αλλάζουν οι καιροί



Την δεκαετία του ‘’60 και του ‘’70 οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και τα λιμάνια ήταν σημεία αναφοράς για χιλιάδες ξενιτεμένους οι όποιοι αναζητούσαν μια για καλύτερη τύχη σε χώρες μακρινές και άγνωστες.  χώροι όπου ο πόνος του αποχαιρετισμού γίνονταν τραγούδι πετρώνοντας την καρδιά για την μεγάλη απόφαση. Σήμερα χώροι αποχαιρετισμού για χιλιάδες νέους της Ελλάδας και όχι μόνο αποτελούν τα αεροδρόμια. Νέοι που αναζητούν την τύχη τους σε άλλες χώρες.
Άνθρωποι οικογενειάρχες που είδαν τα πάντα να γκρεμίζονται γύρω τους  σε μια στιγμή, πήραν την σκληρή απόφαση να ξενιτευτούν. Για μια ακόμη φόρα τραγούδια της δεκαετίας του παρελθόντος γίνονται επίκαιρα σήμερα. Τραγούδια που κατέγραψαν τις πίκρες και τα βάσανα των ξενιτεμένων  σήμερα έρχονται στο νου κάθε μετανάστη.  Ο πόνος, πίκρα, η αγανάκτηση και  ο θυμός είναι  ζωγραφισμένος στα πρόσωπα τους.  Ένα μεγάλο γιατί τους βασανίζει έχοντας ταυτόχρονα  την κρυφή ελπίδα ότι σύντομα όλα θα πάνε καλά και  θα γυρίσουν πίσω στην πατρίδα. Το 2003 στο περιοδικό «Ενημέρωση» γράφαμε με τίτλο:  «Τα  χρόνια  της  μετανάστευσης»
Υπάρχουν   στιγμές   που  στο  νου  και  στην  καρδιά  των  ανθρώπων  παραμένουν  έντονα  χαραγμένες  όσα  χρόνια  και  αν  περάσουν.  Στιγμές  μοναδικές  που  μόνο  μια  φράση  φτάνει  για  να  τις  ανασύρει  κανείς  από  το  λήθαργο   της  σκέψης του  και  να  ξεδιπλώσει    εικόνες  απίστευτες.  Εικόνες  που  μόνο   μια  κινηματογραφική  μηχανή  θα  μπορούσε  να  αποτυπώσει   την  πραγματικότητα.  Οι  αφηγήσεις  των  σιδηροδρομικών    που  έζησαν  την  δεκαετία   του ΄΄60  και  του ΄΄70  για την  μεγάλη  φυγή  των  Ελλήνων  μεταναστών   προς  της  χώρες  της  Ευρώπης  αναζητώντας  καλύτερη  τύχη,    είναι  συγκλονιστικές.  Ο  λόγος  τους  σε  καθηλώνει ,  η  εξιστόρηση   των  γεγονότων  και  καταστάσεων  είναι  εντυπωσιακή.  Σου   μιλούν   με  λόγο  γλαφυρό και ανθρώπινο    που  πολλές  φορές  χάνει  την  δύναμη  του  από  το  βάρος  των  συναισθημάτων  που οι  αναμνήσεις  προκαλούν. Τι    πρώτα  να    θυμηθούν;  Τι   πρώτα  να  περιγράψουν; Τους  σταθμούς  που  έσφυζαν  από  κόσμο;  Ένα  κόσμο , που  έπαιρνε  τον  δρόμο  της  ξενιτιάς  αφήνοντας  πίσω τα αγαπημένα  τους  πρόσωπα  και  ερημωμένα  χωριά,   για  ένα  καλύτερο  αύριο.  Στον  σιδηροδρομικό  σταθμό  της  Θεσσαλονίκης     πολλοί  άνθρωποι προσπαθούσαν επί  μέρες να  πάρουν  το  εισιτήριο  και  να  καταλάβουν  μια  θέση   στα  βαγόνια  που  θα  τους  μετέφεραν  σε  άλλες  χώρες  και  πολιτείες. Αυτό ήταν αδύνατο  όπως   λέει  ο  77χρονος  συνταξιούχος πια  του  ΟΣΕ   κ.  Απόστολος  Κιτσός : «Ακόμα  και  από  τα  παράθυρα  τους  βάζαμε  για  να  ταξιδεύσουν.   Γίνονταν  πραγματικός  πανζουρλισμός.  Χιλιάδες  άνθρωποι  έρχονταν  από  διάφορες  περιοχές, Αλεξανδρούπολη , Κομοτηνή ,  Ξάνθη , Δράμα , Σέρρες,   έρχονταν  στην  Θεσσαλονίκη  για  να  πάρουν  τα  τρένα  για  την  ξενιτιά.  Εμείς  δίναμε  μεγάλη  μάχη  για  να  τους  εξυπηρετήσουμε .  Μας  παρακαλούσαν  κλαίγοντας  να  τους  τακτοποιήσουμε  στα  βαγόνια.   Δεν  ήξεραν  οι  άνθρωποι  από  τρένα  και  γραμμές.  Περίμεναν  καρτερικά  για  πολλές  ώρες  να  έρθει  το  τρένο  από την Αθήνα  και  να  φύγουν.  Είχαμε  και  περιστατικά  που  γίνονταν  και  φασαρίες  για  τις  θέσεις  γιατί  άλλοι  μπέρδευαν  τα  βαγόνια  ή  γιατί  υπήρχαν  εισιτήρια  με  διπλές  θέσεις.  Ήταν  πραγματικά  δύσκολα  χρόνια  εκείνα.   Η  συγκλονιστική  ώρα  ήταν  εκείνη   που  οι  γονείς  με  δάκρυα   στα  μάτια  αποχαιρετούσαν   τα  παιδιά  τους  και  τα  αγαπημένα  τους  πρόσωπα.  Στιγμές  που  δεν  θα  ξεχάσω»  λέει   με  πόνο  ο  κυρ- Απόστολος.  Τι  στα  αλήθεια  να   θυμηθούν;    Τα   θρυλικά   τρένα   Ακρόπολης  και  Ελλάς   Εξπρές να  γράφουν  την  δική  τους  ιστορία    κάνοντας  το  δρομολόγιο   Θεσσαλονίκη – Μόναχο-  Στουτγάρδη – Ντόρμουντ  δίνοντας  ταυτόχρονα  έμπνευση   στους    στιχουργούς  να  γράψουν  τα  ανεπανάληπτα    λαϊκά  άσματα  της  εποχής; Μιας  άλλης  εποχής  γεμάτης   πίκρες  και  καημούς  που  άφησε  ανεξίτηλα  τα  σημάδια  της    στο  μυαλό  των  ανθρώπων  που  την  έζησαν.  Τι  πράγματι  να  θυμηθούν;   Ο   αείμνηστος  πρόεδρος   του  Σωματείου  Αχθοφόρων   Αριστείδης  Μούτζης ,  έλεγε συχνά στους   νεότερους   υπαλλήλους για  την  περίοδο  της  μετανάστευσης  και  της  δυσκολίες  που  αντιμετώπιζαν    για  να  φέρουν  σε  πέρας  το  έργο  τους.  Ένα  έργο  που  χρειάζονταν  μεγάλη  υπομονή  και  δύναμη    τόνιζε.  «Είχαμε  από  την  μια  μεριά  να  αντιμετωπίσουμε  την  αγωνία  των  χιλιάδων  ανθρώπων  να  τακτοποιηθούν  στα  βαγόνια  και  από  την άλλη  τις  μεγάλες  εμπορικές  μεταφορές  που  τότε  γίνονταν   και  με  επιβατικά  τρένα.  Δύσκολες  καταστάσεις  αλλά  τα  ξεπερνούσαμε»    έλεγε  με  ικανοποίηση.  Μνήμες  που  δεν  σβήνουν  στο  πέρασμα  του  χρόνου».. 
Ποιος θα το πίστευε πριν από λίγα χρόνια ότι όλα τα παραπάνω θα τα ξαναζούσαμε σήμερα, Ποιος;

Φωτο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Θεσσαλονίκης το 1965