Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Ευρωβουλή. Ερώτηση κ. Μηχάλη Τρεμόπουλου ,για το κλείσιμο σιδηροδρομικών γραμμών στην Ελλάδα

Απαντώντας στην Ε-4383/09 ερώτησή μου , ο τότε επίτροπος Μεταφορών και σημερινός αντιπρόεδρος της Επιτροπής κ. Tajani διαβεβαίωνε ότι βασικό κριτήριο στις αποφάσεις της Επιτροπής για κρατική ενίσχυση των ελληνικών σιδηροδρόμων θα ήταν η «αποκατάσταση ισορροπίας» μεταξύ των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού και των ανησυχιών που είχα εκφράσει στην ερώτησή μου. Οι ανησυχίες αυτές περιελάμβαναν την ανταπόκριση της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα, την αναγκαιότητα αύξησης του πολύ χαμηλού μεριδίου του σιδηροδρόμου στις ελληνικές μεταφορές και τον αποκλεισμό μέτρων και πολιτικών που θα μείωναν περαιτέρω το μερίδιο αυτό. Με το Μνημόνιο Συγκεκριμένων Μέτρων Οικονομικής Πολιτικής που υπέγραψε με την Ελλάδα η Επιτροπή από κοινού με την Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ., επιβάλλεται στην Ελλάδα η υποχρέωση για άμεσο κλείσιμο ζημιογόνων σιδηροδρομικών γραμμών, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του σιδηροδρομικού δικτύου. Η πυκνότητα του δικτύου είναι ήδη τρεις φορές χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και περαιτέρω συρρίκνωσή του θα περιθωριοποιούσε οριστικά το σιδηρόδρομο ως μέσο μεταφοράς. Στην περίπτωση αυτή οι ανησυχίες που είχα εκφράσει θα είναι οριστικά ανέφικτο να ικανοποιηθούν, παρά τη ρητή δήλωση του κ. Tajani ότι θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη.

Ερωτάται η Επιτροπή:

1. Κατά τις διαπραγματεύσεις για το ανωτέρω Μνημόνιο2, ο όρος για κλείσιμο σιδηροδρομικών γραμμών προτάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, από την Επιτροπή, ή από τους άλλους δύο συμβαλλόμενους;

2. Συνυπολογίστηκε το γεγονός ότι τα ελλείμματα του Ο.Σ.Ε. είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητά διογκωμένα, με μεθόδους και κίνητρα που έχω περιγράψει στην ερώτησή μου (αρ. E-6096/10) ;

3. Εξακολουθεί να ισχύει η απάντηση που είχε δώσει ο κ. Tajani στην Ε-4383/09 ερώτησή μου για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους; Με τι τρόπους έλαβε υπόψη της η Επιτροπή τις ανησυχίες που είχα εκφράσει και η ίδια δήλωνε ότι συμμεριζόταν;

4. Θεωρεί τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα υποδεέστερους από το στόχο για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων σε χώρες μέλη όπως η Ελλάδα;


Aπάντηση του κ. Almunia εξ ονόματος της Επιτροπής

1. Το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και το Μνημόνιο Συνεννόησης για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής απεστάλησαν από την ελληνική κυβέρνηση στον Επίτροπο Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων, στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και στον Πρόεδρο της Ευρωομάδας, καθώς και στον διευθύνοντα σύμβουλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Σαφώς, αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης σε επίπεδο προσωπικού πριν από τη διαβίβασή του. Η Επιτροπή δεν κρίνει απαραίτητο να διευκρινίσει – και δεν είναι πραγματικά σε θέση – το κατά πόσον κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που διεξήχθησαν σε επίπεδο προσωπικού, η ανάγκη κλεισίματος των ζημιογόνων σιδηροδρομικών γραμμών προτάθηκε από τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης ή από το προσωπικό της Επιτροπής/του ΔΝΤ/της ΕΚΤ.
2. Ναι, το γεγονός αυτό συνυπολογίστηκε: ο ΟΣΕ δεν λαμβάνει τρέχουσες επιδοτήσεις (ούτε πληρωμές για υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας) από το κράτος, γεγονός που οδηγεί στη συσσώρευση καλυμμένων δημοσιονομικών εξόδων και που απαιτεί τακτικά αναλήψεις χρέους ή εισροή κεφαλαίων. Όπως θα γνωρίζει το Αξιότιμο Μέλος τα επικαιροποιημένα Μνημόνια συμπεριλαμβάνουν ειδική μνεία για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να πληρωθεί από την κυβέρνηση στον ΟΣΕ για την περίοδο 2011-13 (ανώτατο ποσό 50 εκατ. EUR ανά έτος).
3. Η απάντηση του Αντιπροέδρου κ. Tajani στην ερώτηση E-4383/09 συνεχίζει να ισχύει. Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε πληροφορηθεί για την προετοιμασία του εταιρικού προγράμματος του ελληνικού σιδηροδρομικού συστήματος, αυτό δεν έχει ακόμα διαβιβαστεί επισήμως στην Επιτροπή. Ένα τέτοιο εταιρικό σχέδιο είναι επίσης απαραίτητο να εφαρμοσθεί σύμφωνα με τους όρους των προαναφερόμενων μνημονίων.
4. Η Επιτροπή δεν θεωρεί τον στόχο της κλιματικής αλλαγής υποδεέστερο των στόχων μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων. Αμφότεροι είναι απαραίτητοι και θεωρούνται ως ύψιστης σημασίας προτεραιότητες στην ατζέντα της Επιτροπής.